- σκαστός
- -ή, -ό, Ν(για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί»)2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφάβ) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί, που καταβάλλεται τοῑς μετρητοίς («τού στοίχισε δέκα χιλιάρικα σκαστά»)4. φρ. α) «τόν πιάσανε σκαστό» — τόν συνέλαβαν επ' αυτοφόρωβ) «πήγε σκαστός» — πέθανε από μεγάλη στενοχώρια.επίρρ...σκαστάμε τρόπο σκαστό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκασ- τού αορ. έ-σκασ-α τού σκάω / σκάζω + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. κλεισ-τός, φτυσ-τός)].
Dictionary of Greek. 2013.